βεντέτα

βεντέτα
(ιταλ. vendetta = εκδίκηση). Έθιμο αυτοδικίας, που συνίσταται στην εκδίκηση του φόνου μέλους μιας οικογένειας με νέο φόνο που εκτελεί μέλος της ατιμασμένης οικογένειας σε βάρος μέλους της οικογένειας του δολοφόνου. Το έθιμο, πανάρχαια επιβίωση της αυτοδικίας, συναντάται –αν και σε πλήρη υποχώρηση– κυρίως στη Σικελία και στην Κορσική (όπου και γεννήθηκε). Στην Ελλάδα, το έθιμο επικρατούσε (σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί) ιδιαίτερα στη Μάνη και στις επαρχίες Σφακίων, Αποκορώνου, Σελίνου, Αγίου Βασιλείου, της δυτικής Κρήτης κ.α. H β. στη Μάνη είχε περιβληθεί με τους κανόνες ενός αυστηρότατου τυπικού, που παρακολουθούσε όλες τις φάσεις της, του γδικιωμού, όπως λεγόταν στην περιοχή, από την πρώτη ενέργεια της προσβολής έως την τελική λύση: τη συμφιλίωση (ψυχικό) ή την πλήρη εξολόθρευση των αντίδικων οικογενειών. Ανάμεσα στις απαράβατες αρχές περιλαμβάνεται ο κανόνας της σιωπής, που υποχρέωνε τις αντίδικες οικογένειες να αρνούνται κάθε πληροφορία προς τις κρατικές αρχές, και ο κανόνας που απαγόρευε ως ατιμωτικό τον φόνο γυναίκας. Ανάλογα έθιμα εμφανίζονταν και στην Αλβανία. Στα ορεινά χωριά της Μάνης είχε επιβιώσει μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες το εθιμικό δίκαιο του «γδικιωμού», δηλαδή η βεντέτα.
* * *
(I)
η
έθιμο αντεκδίκησης μεταξύ δύο οικογενειών, το οποίο καταλήγει συνήθως σε αλληλοδιάδοχους φόνους μελών της μιας και της άλλης πλευράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vendetta «εκδίκηση»].
————————
(II)
η
1. δημοφιλής καλλιτέχνης με εκκεντρικές, υπεροπτικές τάσεις
2. εκκεντρικός στον χώρο της επιστήμης, της πολιτικής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vedetta, με την ίδια σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βεντέτα — I (λ. γαλλ.) 1. πρωταγωνίστρια του θεάτρου ή του κινηματογράφου: Μια μεγάλη βεντέτα πρωταγωνιστεί σ αυτό το έργο. 2. πρόσωπο δημοφιλές με αλαζονική όμως συμπεριφορά: Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου και μην παριστάνεις τη βεντέτα. II (λ. ιταλ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Sigma TV — Infobox Network network name = Sigma TV Τηλεόραση Σίγμα network country = flagcountry|Cyprus network type = Broadcast television available = National owner = key people = launch date = 1995 founder = slogan = motto = past names = website =… …   Wikipedia

  • Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …   Wikipedia Español

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • αυτοδικία — Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την… …   Dictionary of Greek

  • γδικιωμός — ο [γδικιώνω] 1. εκδίκηση 2. (στη Μάνη) βεντέτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”